χαύνωση


χαύνωση
Προφορά

Ετυμολογία
χαύνωση αρχαία ελληνική χαύνωσις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η χαύνωση

✦ η κατάσταση του χαύνου, ατονία, νωθρότητα του πνεύματος: από μικρός τις γιορτάδες τις φοβότανε… στάλαζαν στην καρδιά του μια χαύνωση λυπητερή, ανεξήγητη θλίψη (Άγγ. Τερζάκης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.