χαυνωτικός


χαυνωτικός
Προφορά

Ετυμολογία
χαυνωτικός μεταγενέστερη ελληνική χαυνωτικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ χαυνωτικός -ή, -ό

✦ που προκαλεί χαύνωση: της πληκτικής πολιτικής, της κατεστημένης δημοσιογραφίας, της χαυνωτικής καθημερινότητας (Ελευθεροτυπία)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.