χαυλιόδοντας


χαυλιόδοντας
Προφορά

Ετυμολογία
χαυλιόδοντας αρχαία ελληνική χαυλιόδους

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο χαυλιόδοντας

✦ μεγάλο προεξέχον δόντι ορισμένων θηλαστικών, κυρίως του ελέφαντα και του αγριόχοιρου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.