χατίρι
Προφορά
Ετυμολογία
χατίρι └τουρκ┘hatιr
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το χατίρι
✦ χάρη, εξυπηρέτηση: εγώ ‘μαι γέρος κι άχαρος, ταξίδια δε μου πρέπουν, μα για χατίρι της κυράς να μακροταξιδέψω (δημ. τραγ.)
✦ φρ. του κάνω τα χατίρια, πρόθυμα εκτελώ ό,τι μου ζητήσει – δε χαλώ χατίρι, δεν δυσαρεστώ κανένα: εχθρό δεν είχε κανένα, γιατί κανενός δε χαλούσε χατίρι (Διδώ Σωτηρίου)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–