χαριστικός
Προφορά
Ετυμολογία
χαριστικός μεταγενέστερη ελληνική χαριστικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ χαριστικός -ή, -ό
✦ που γίνεται ή δίνεται για εξυπηρέτηση ή ευχαρίστηση κάποιου
Συνώνυμα
χατιρικός, μεροληπτικός
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
χαριστικά (Κ χαριστικώς)