χαρίζω
Προφορά
Ετυμολογία
χαρίζω μεταγενέστερη ελληνική χαρίζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ χαρίζω
✦ δίνω κάτι ως δώρο, δωρίζω
✦ απαλλάσσω κάποιον από ποινή ή χρέος
✦ (μέσ.) χαρίζομαι, κάνω χάρη σε κάποιον, τον ευνοώ
✦ φρ. δε χαρίζει κάστανα, δεν είναι ανεκτικός, τιμωρεί
Συνώνυμα
προσφέρω
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–