χαρέμι
Προφορά
Ετυμολογία
χαρέμι └τουρκ┘harem
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το χαρέμι
✦ ο γυναικωνίτης των μωαμεθανών: ψυχή όλη σάρκα, σκλάβα σε χαρέμι (Κ. Παλαμάς)
✦ το σύνολο των γυναικών μωαμεθανού: καθένας από σας θα γίνει κι ένας σουλτάνος με το δικό του το σαράι και με το δικό του το χαρέμι (Κ. Βάρναλης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–