χαλκεύω Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply χαλκεύωΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/6/χαλκεύω.mp3Ετυμολογίαχαλκεύω αρχαία ελληνική χαλκεύω Ερμηνεία└ρήμα┘ χαλκεύω ✦ κατεργάζομαι τον χαλκό ή κατασκευάζω κάτι από χαλκό ✦ (γεν.) πλάθω, δημιουργώ ✦ (μτφ. ) μηχανορραφώ, σκευωρώ Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–