χέρσος
Προφορά
Ετυμολογία
χέρσος αρχαία ελληνική ιων. χέρσος
Ερμηνεία
χέρσος
✦ -η κ. -α, -ο επίθ. (Κ -ος, -ον) (για έδαφος) άγονος, ακαλλιέργητος
✦ θηλ. η χέρσος ως ουσ., ξηρά, στεριά (σε αντιδιαστολή προς τη θάλασσα)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–