χέλι


χέλι
Προφορά

Ετυμολογία
χέλι αρχαία ελληνική ἐγχέλειον, υποκοριστικό του ἔγχελυς

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το χέλι

✦ είδος ψαριού του γλυκού νερού
✦ φρ. γλιστρά σα χέλι, ελίσσεται, ξεφεύγει από κακοτοπιές

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.