χέζω


χέζω
Προφορά

Ετυμολογία
χέζω αρχαία ελληνική χέζω

Ερμηνεία
ρήμα χέζω

✦ αποβάλλω τα περιττώματα από τον πρωκτό
✦ αποπατώντας λερώνω κάτι
(μτφ. ) καθυβρίζω ή περιφρονώ κάποιον
✦ (μέσ.) χέζομαι, λερώνομαι αποπατώντας
(μτφ. ) κυριεύομαι από φόβο
✦ φρ. χέστηκα, μου είναι τελείως αδιάφορο – χέστηκε η φοράδα στ’ αλώνι, είναι τελείως ασήμαντο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.