χάχας


χάχας
Προφορά

Ετυμολογία
χάχας ονοματοπ. λ. από τον ήχο του γέλιου χα χα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο χάχας

✦ που χάσκει ή που χαχανίζει
✦ βλάκας, ανόητος: γελάνε σα χάχηδες (Γ. Μπεράτης)

Συνώνυμα
μπούφος, σερσέμης
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.