χάχανα


χάχανα
Προφορά

Ετυμολογία
χάχανα μεσαιωνική ελληνική χάχανον, ονοματοπ. λ. από τον ήχο του γέλιου χα χα

Ερμηνεία
χάχανα

✦ ουσ. ηχηρό γέλιο: και τα χάχανά μας ξαφνίσανε τα πεθαμένα τούτα ερημοτόπια (Κ. Βάρναλης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.