χάρμα
Προφορά
Ετυμολογία
χάρμα αρχαία ελληνική χάρμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το χάρμα
✦ ό,τι προξενεί χαρά, ευχαρίστηση: φρ. χάρμα ιδέσθαι κ. χάρμα οφθαλμών, χαρά να το βλέπει κανείς· κ. απλώς χάρμα! επιφων. έκφρ. για να δηλώσει κάποιος την ευφροσύνη του
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–