χάρισμα
Προφορά
Ετυμολογία
χάρισμα μεταγενέστερη ελληνική χάρισμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το χάρισμα
✦ ό,τι χαρίζεται, δώρο
✦ θέλγητρο, προσόν, αρετή: κοπέλα προικισμένη με πολλά χαρίσματα
✦ (ως επίρρ.) δωρεάν: του έδωσε το βιβλίο χάρισμα
Συνώνυμα
τζάμπα
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–