χάρη


χάρη
Προφορά

Ετυμολογία
χάρη αρχαία ελληνική χάρις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η χάρη

✦ όψη προσώπου ή πράγματος, συμπεριφορά ή εμφάνιση ωραία και απλή, θέλγητρο
✦ (κατ’ επέκτ.) κάθε καλή ιδιότητα, προτέρημα, αρετή
✦ παροχή υπηρεσίας από εύνοια
✦ ευγνωμοσύνη
✦ μεροληψία, ρουσφέτι
✦ (νομ.) άφεση ή μετριασμός ποινής από τον ανώτατο άρχοντα της χώρας
✦ περίοδος χάριτος, χρονικό διάστημα κατά το οποίο δεν απαιτείται η καταβολή οφειλής, τόκων κτλ.: οι τράπεζες θα δώσουν μια περίοδο χάριτος στους αγρότες για την αποπληρωμή των δανείων· χρονικό διάστημα κατά το οποίο αντιμετωπίζονται οι ενέργειες κάποιου με διάθεση ανοχής και όχι κριτικής: τελείωσε η περίοδος χάριτος για την κυβέρνηση
✦ (εκκλ.) θεία χάρη, εκδήλωση αγάπης και εύνοιας προς τον άνθρωπο από τον Θεό
✦ η ονομ. χάρη ως πρόθ. (με την πρόθ. σε + αιτ.) εξαιτίας: χάρη στην εργατικότητά του προόδευσε
✦ η αιτ. χάρη (χάριν) ως πρόθ. (με γεν.) προς όφελος, υπέρ: χάρη της πατρίδας – χάριν του συμφέροντός του
✦ φρ. για χάρη του, για να τον ευχαριστήσω, για το χατίρι του – έχε χάρη που… να χρωστάς ευγνωμοσύνη που… λόγου χάρη (λ.χ.) ή παραδείγματος χάρη (π.χ.), για να φέρω ένα παράδειγμα

Συνώνυμα
γοητεία, ομορφιά
Αντίθετα
ελάττωμα, κουσούρι
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.