φόρος


φόρος
Προφορά

Ετυμολογία
φόρος αρχαία ελληνική φόρος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο φόρος

✦ η υποχρεωτική εισφορά σε χρήμα που πληρώνουν οι πολίτες, ή οι ιδιωτικές επιχειρήσεις στο κράτος ή σε άλλα νομικά πρόσωπα (δήμους, κοινότητες, κτλ.)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.