φόβος


φόβος
Προφορά

Ετυμολογία
φόβος αρχαία ελληνική φόβος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο φόβος

✦ συναίσθημα ανησυχίας εξαιτίας κινδύνου, δέος, τρόμος
✦ φρ. για τον φόβο των Ιουδαίων, γιατί φοβάται την τιμωρία
✦ αγωνία, ανησυχία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.