φωτόμετρο


φωτόμετρο
Προφορά

Ετυμολογία
φωτόμετρο φως + μέτρον• απόδοση του └γαλλ┘ όρου photometre

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το φωτόμετρο

✦ (Κ φωτόμετρον) συσκευή που μετρά την ένταση του φωτός που εκπέμπεται από ορισμένη πηγή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.