φωτοευαίσθητος
Προφορά
Ετυμολογία
φωτοευαίσθητος φως + ευαίσθητος• απόδοση του └γαλλ┘ όρου photosensible
Ερμηνεία
└επίθετο┘ φωτοευαίσθητος -η, -ο
✦ αυτός που είναι ευαίσθητος, ευπαθής, που υφίσταται αλλοιώσεις όταν εκτεθεί σε φωτεινή ακτινοβολία: φωτοευαίσθητα υλικά
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–