φωτογένεια
Προφορά
Ετυμολογία
φωτογένεια μεταγενέστερη ελληνική επίθετο φωτογενής
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η φωτογένεια
✦ αόρατη εκπομπή φωτός από ορισμένα ζώα και φυτά
✦ η ιδιότητα ορισμένων ανθρώπων να φαίνονται ζωηρά τα χαρακτηριστικά τους σε φωτογραφήσεις
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–