φωτεινός
Προφορά
Ετυμολογία
φωτεινός αρχαία ελληνική φωτεινός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ φωτεινός -ή, -ό
✦ που φωτίζεται καλά: φωτεινό δωμάτιο
✦ που εκπέμπει φως: φωτεινή πηγή
✦ (μτφ. για χρώμα) έντονος, ζωηρός: φωτεινά χρώματα
✦ (μτφ. ) ελπιδοφόρος: φωτεινό μέλλον
✦ (μτφ. για πρόσ.) που ακτινοβολεί γνώση, σοφία και είναι απαλλαγμένος από προκαταλήψεις και δεισιδαιμονίες: φωτεινό μυαλό
✦ (μτφ. ) που εκφράζει την καλή εσωτερική διάθεση κάποιου, λαμπερός: φωτεινό χαμόγελο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
σκοτεινός
Επιρρήματα
φωτεινά (Κ φωτεινώς)