φωτάκι


φωτάκι
Προφορά

Ετυμολογία
φωτάκι υποκοριστικό του ουσιαστικού φως

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το φωτάκι

✦ λαμπτήρας ή συσκευή που εκπέμπει αμυδρό φως: κοιτούσα το πενιχρό φωτάκι του ταβανιού
✦ φωτεινός δείκτης σε συσκευή ή πίνακα ελέγχου: άναψε το φωτάκι του συναγερμού – η καφετιέρα χάλασε, δεν ανάβει το φωτάκι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.