φυσώ
Προφορά
Ετυμολογία
φυσώ αρχαία ελληνική φυσάω-ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ φυσώ -άς, -ά
✦ εκπέμπω αέρα από το στόμα μου: φυσώ το κερί να σβήσει – φύσηξα τη σκόνη
✦ (αμτβ.) αναπνέω ορμητικά, ξεφυσώ: οργίστηκε και φυσούσε
✦ (για άνεμο) πνέω: φυσάει τ’ αεράκι μ’ ανάλαφρη φόρα (Λ. Μαβίλης)
✦ γ΄ εν. φυσάει, πνέει άνεμος: περιμένουμε να φυσήξει για να φύγει το νέφος· (μτφ. για πρόσ.) είναι κομψός: μ’ αυτό το φόρεμα φυσάει απόψε
✦ φρ. τα-το φυσά(ει), έχει πολλά χρήματα – το φυσάει και δεν κρυώνει, δεν μπορεί να ξεχάσει κάτι που έπαθε – πάει όπου φυσάει ο άνεμος, δεν έχει δική του γνώμη αλλά παρασύρεται από τους άλλους, αλλάζει εύκολα γνώμη και αποφάσεις
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–