
φυσούνα
Προφορά
Ετυμολογία
φυσούνα φυσώ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η φυσούνα
✦ το φυσερό
✦ το αρθρωτό τμήμα μεγάλου οχήματος που φέρει κάλυμμα με πτυχώσεις που μοιάζουν με ακορντεόν
✦ το αρθρωτό τμήμα που επιτρέπει την επικοινωνία ανάμεσα σε δύο βαγόνια τρένου
✦ πτυσσόμενη σκεπαστή κατασκευή που προσαρμόζεται στην έξοδο αεροσκάφους και δημιουργεί έναν διάδρομο που επικοινωνεί με το χώρο του αεροδρομίου, για την επιβίβαση και αποβίβαση των επιβατών
✦ πτυσσόμενη σκεπαστή κατασκευή, διάδρομος που οδηγεί από το γήπεδο στο χώρο των αποδυτηρίων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–