φυσομανώ


φυσομανώ
Προφορά

Ετυμολογία
φυσομανώ φυσώ + θ. αορ. εμάνην του ρήματος μαίνομαι

Ερμηνεία
ρήμα φυσομανώ -άς, -ά

✦ φυσώ δυνατά και συνεχώς: ο άνεμος που φυσομανάει λυσσασμένα (Κ. Βάρναλης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.