φυσιούμαι


φυσιούμαι
Προφορά

Ετυμολογία
φυσιούμαι αρχαία ελληνική φυσιόω -ῶ (= γεμίζω κάτι με αέρα)

Ερμηνεία
φυσιούμαι

✦ κ. φυσιούμαι, -ούσαι, -ούται ρ. (φυσιώθηκα κ. εφυσιώθην, πεφυσιωμένος) (μτφ. ) αποκτώ έπαρση, αλαζονεία, φουσκώνω: είναι αφοπλιστικός, δεν φυσιώνεται, δεν προβάλλει αλαζονικά το ύφος του (Κ. Γεωργουσόπουλος)
✦ μτχ. παθ. πρκμ. πεφυσιωμένος, -η, -ο ως επίθ. βλ. λ

Συνώνυμα
επαίρομαι, αλαζονεύομαι, ματαιοδοξώ
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.