φυσιολογικός
Προφορά
Ετυμολογία
φυσιολογικός μεταγενέστερη ελληνική φυσιολογικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ φυσιολογικός -ή, -ό
✦ ο της φυσιολογίας
✦ που υπάρχει, γίνεται, εξελίσσεται σύμφωνα με τους φυσικούς νόμους: φυσιολογικός τοκετός – φυσιολογική λειτουργία της καρδιάς
✦ (μτφ. ) αναμενόμενος: φυσιολογική αντίδραση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
παθολογικός
Επιρρήματα
φυσιολογικά (Κ φυσιολογικώς)