φυσιολάτρης


φυσιολάτρης
Προφορά

Ετυμολογία
φυσιολάτρης φύσις + λατρεύω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο φυσιολάτρης

✦ θηλ. φυσιολάτρισσα (Κ φυσιολάτρις, -ιδος) που αγαπά τη φύση και τη ζωή στο ύπαιθρο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.