φυσιοκρατία
Προφορά
Ετυμολογία
φυσιοκρατία φυσιοκράτης
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η φυσιοκρατία
✦ θεωρία που αναπτύχθηκε κατά τον 18ο αι., και κατά την οποία κύρια πηγή πλούτου και ευημερίας των εθνών είναι η η ανάπτυξη της γεωργίας
✦ (φιλοσ.) θεωρία κατά την οποία τα πάντα πρέπει να κρίνονται με το μέτρο της φύσης και των φυσικών ροπών του ανθρώπου, ελεύθερα αναπτυσσομένων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–