φρεάτιο


φρεάτιο
Προφορά

Ετυμολογία
φρεάτιο μεταγενέστερη ελληνική φρεάτιον, υποκοριστικό του αρχαίου ελληνικού φρέαρ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το φρεάτιο

✦ πηγαδάκι
✦ τεχνητή κάθετη δίοδος που οδηγεί σε υπόνομο, υδρευτικό σύστημα κτλ.
✦ κλειστός χώρος, που μοιάζει με φρέαρ, από την οροφή μέχρι το ισόγειο ή υπόγειο πολυώροφου κτιρίου, μέσα στον οποίο κινείται ο ανελκυστήρας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.