φραπέ


φραπέ
Προφορά

Ετυμολογία
φραπέ └γαλλ┘ frappé (= χτυπημένος)

Ερμηνεία
φραπέ

✦ άκλ. ουσ. κ. επίθ. καφές που παρασκευάζεται με κρύο νερό και χτυπώντας το μείγμα αυτό για να σχηματισθεί αφρός: καφές φραπέ – ένα φραπέ, παρακαλώ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.