φοροσυνάχτης


φοροσυνάχτης
Προφορά

Ετυμολογία
φοροσυνάχτης φόρος + συνάζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο φοροσυνάχτης

✦ ο φοροεισπράχτορας: τα χρόνια εκείνα οι φοροσυνάχτες δεν είχαν μεγάλη υπόληψη (Γ. Σεφέρης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.