φορομπήχτης


φορομπήχτης
Προφορά

Ετυμολογία
φορομπήχτης φόρος + μπήχτης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο φορομπήχτης

✦ που επιβάλλει μεγάλους φόρους στο λαό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.