φορολογώ


φορολογώ
Προφορά

Ετυμολογία
φορολογώ μεταγενέστερη ελληνική φορολογέω-ῶ

Ερμηνεία
ρήμα φορολογώ -είς, -εί

✦ επιβάλλω ή εισπράττω φόρους ή δασμούς
✦ (συνεκδ.) επιβάλλω σε κάποιον δαπάνη, χαρατσώνω
✦ (μέσ.) φορολογούμαι, υποβάλλομαι ή υπόκειμαι σε πληρωμή φόρου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.