φορολογούμενη


φορολογούμενη
Προφορά

Ετυμολογία
φορολογούμενη μτχ. ενεστ. του φορολογούμαι

Ερμηνεία
φορολογούμενη

✦ θηλ. φορολογούμενη ως ουσ. αυτός που υπόκειται σε φορολογία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.