φοροεισπρακτικός


φοροεισπρακτικός
Προφορά

Ετυμολογία
φοροεισπρακτικός φόρος + εισπρακτικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ φοροεισπρακτικός -ή, -ό

✦ ο σχετικός με την είσπραξη φόρων: μ’ έναν ανανεωμένο και σε νέες βάσεις οργανωμένο φοροεισπρακτικό… μηχανισμό (Ελευθεροτυπία)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.