φορμαρισμένος


φορμαρισμένος
Προφορά

Ετυμολογία
φορμαρισμένος μτχ. παθ. πρκμ. του ρήματος φορμάρω

Ερμηνεία
φορμαρισμένος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. διαμορφωμένος, σχηματισμένος
✦ που βρίσκεται σε φόρμα, σε καλή φυσική κατάσταση ώστε να αποδώσει σύμφωνα με τις δυνατότητές του: αθλητής φορμαρισμένος

Συνώνυμα

Αντίθετα
ντεφορμέ
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.