φοινικώνας


φοινικώνας
Προφορά

Ετυμολογία
φοινικώνας μεταγενέστερη ελληνική φοινικών

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο φοινικώνας

✦ δάσος φοινίκων, τόπος κατάφυτος από φοινικόδεντρα: φοινικώνες έζωναν τα χωριά (Ρέα Γαλανάκη)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.