φοινίκι


φοινίκι
Προφορά

Ετυμολογία
φοινίκι αρχαία ελληνική φοινίκιον, └ουδ┘ του επιθέτου φοινίκιος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το φοινίκι

✦ ο καρπός της χουρμαδιάς, ο χουρμάς
✦ είδος γλυκίσματος, το μελομακάρονο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.