φοβισμός
Προφορά
Ετυμολογία
φοβισμός └γαλλ┘ fauvisme
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο φοβισμός
✦ καλλιτεχνικό κίνημα ζωγράφων (τέλη 19ου αι. – 1907 Ματίς, Μπρακ, Βαν Ντόγκεν κ.ά.) οι οποίοι αντιδρώντας στην εμπρεσιονιστική ανάλυση διαγράφουν, συχνά, το περίγραμμα των αντικειμένων με μαύρη γραμμή και παραθέτουν καθαρούς χρωματικούς τόνους
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–