φοβικός


φοβικός
Προφορά

Ετυμολογία
φοβικός φοβία

Ερμηνεία
επίθετο┘ φοβικός -ή, -ό

✦ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φοβία, ή ο χαρακτηριστικός της φοβίας
✦ (αρσ. κ. θηλ. ως ουσ.) που πάσχει από φοβία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.