φοβερός


φοβερός
Προφορά

Ετυμολογία
φοβερός αρχαία ελληνική φοβερός

Ερμηνεία
επίθετο┘ φοβερός -ή, -ό

✦ που προκαλεί φόβο: φοβερός κρότος
✦ που προκαλεί φρίκη: φοβερό έγκλημα
(μτφ. ) καταπληκτικός, αξιοθαύμαστος: φοβερή μνήμη – δεξιοτεχνία

Συνώνυμα
τρομερός, τρομαχτικός
Αντίθετα

Επιρρήματα
φοβερά (Κ φοβερώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.