φοβερίζω


φοβερίζω
Προφορά

Ετυμολογία
φοβερίζω μεταγενέστερη ελληνική φοβερίζω

Ερμηνεία
ρήμα φοβερίζω

✦ εκφοβίζω, απειλώ: φοβέριζε πως, την επομένη το πρωί, θα τον κολνούσε στον τοίχο και θα τον τουφέκιζε (Γ. Θεοτοκάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.