φοίνικας
Προφορά
Ετυμολογία
φοίνικας αρχαία ελληνική φοῖνιξ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο φοίνικας
✦ είδος δέντρου, με ψηλό κορμό και λογχοειδή φύλλα, που φύονται κατευθείαν από τον κορμό, που ευδοκιμεί σε θερμές περιοχές
✦ ο καρπός της χουρμαδιάς, ο χουρμάς
✦ μυθικό, ιερό πουλί των αρχαία ελληνική Αιγυπτίων που ξαναγεννιόταν από τη στάχτη του
✦ το πρώτο αργυρό νόμισμα του ελληνικού κράτους που κόπηκε στην Αίγινα το 1828 από την κυβέρνηση του Καποδίστρια
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–