φλώρος
Προφορά
Ετυμολογία
φλώρος αρχαία ελληνική χλωρίων, με παρετυμολ. επίδρ. του φλωρί
Ερμηνεία
φλώρος
✦ είδος ωδικού πτηνού, χλωρίς: και τιτιβίζοντας τα φλώρια, οι σπίνοι (Ι. Γρυπάρης)
✦ (μτφ. ) κομψευόμενος νεαρός, με τρόπους και συμπεριφορά που δεν θεωρούνται ότι ταιριάζουν σε άντρα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–