φλόκος


φλόκος
Προφορά

Ετυμολογία
φλόκος μεσαιωνική ελληνική φλόκκος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο φλόκος

✦ φλόκι
✦ (ναυτ.) τριγωνικό ιστίο, που προεξέχει από την πλώρη, ο αρτέμων: ετοιμάζω τις αντένες και τους φλόκους, φουσκώνω για ταξίδι μεγάλο (Ρ. Φιλύρας)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.