φλωροκαπνισμένος


φλωροκαπνισμένος
Προφορά

Ετυμολογία
φλωροκαπνισμένος φλωρί – φλουρί + καπνισμένος

Ερμηνεία
επίθετο┘ φλωροκαπνισμένος -η, -ο

✦ επίχρυσος, μαλαμοκαπνισμένος: στους τοίχους άρματα ασημιά και φλωροκαπνισμένα (Μ. Μαλακάσης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.