φλυαρώ
Προφορά
Ετυμολογία
φλυαρώ αρχαία ελληνική φλυαρέω-ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ φλυαρώ -είς, -εί
✦ λέω πολλά και περιττά, πολυλογώ
✦ συζητώ, κουβεντιάζω με κάποιον για διάφορα ασήμαντα πράγματα: οι παρέες φλυαρούσαν γύρω, κάνοντας σχέδια, συζητώντας διάφορες γνώμες (Άγγ. Τερζάκης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–