φλούφλης


φλούφλης
Προφορά

Ετυμολογία
φλούφλης πιθ. από το └αγγλ┘flue

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο φλούφλης

✦ μειωτ. χαρακτηρισμός για επιπόλαιο, ρηχό άνθρωπο, χωρίς γνώσεις και κρίση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.